Σμαραγδένιος Κύκλος

24 Μαϊου 2019

Η Ιστορία του Ίνουα

 

 

Eti on aka, eti maat aka, eti suri aka*. Έτσι ξεκινούσε πάντα τις διηγήσεις η Μάρυα. Και μόλις οι νέοι κάθε ηλικίας άκουγαν αυτά τα λόγια, μαζεύονταν γύρω της σαν τις μέλισσες με το λουλούδι. Νέκταρ ήταν τα λόγια και οι ιστορίες της, παρότι κάποιες φορές φόβιζαν, άλλες ταξίδευαν, άλλες φλόγιζαν, άλλες γεφύρωναν.

Μέσα στην φλογερή της ψυχή, η σπίθα ζούσε ακολουθώντας τους ρυθμούς που υπαγόρευε κάποια αόρατη δύναμη, κάποια απρόσιτη παρουσία. Αυτή, φευγαλέα και αδιόρατη, με μυστήριους τρόπους δυνάμωνε την σπίθα στην καρδιά της και τότε η Μάρυα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάνει την σπίθα να φουντώσει με τον αέρα. Και ο αέρας γινόταν λόγια και τα λόγια έδιναν δύναμη για πτήσεις.

Πετούσαν οι νέοι ακούγοντας τις ιστορίες της. Πετούσαν στους δικούς τους προσωπικούς χώρους, στα δικά τους κρυφά μέρη, στα δικά τους μυστικά καταφύγια, στους μυστικούς τους ναούς. Κάθε πτήση, μία περίεργη μυσταγωγία. Και η Μάρυα λάτρευε να βλέπει στα μάτια τους τους χάρτες πτήσης του καθενός τους. Συνήθως σούρουπο, εκεί που καταλαγιάζουν οι εντάσεις, γύρω από μία μικρή φωτιά, χαλαροί αφήνονταν σε αλλόκοσμες πτήσεις.

Και έτσι ξεκίνησε εκείνο το βράδυ η Μάρυα. Η φωνή της ακούστηκε το σούρουπο: «Έτι ον ακά, έτι μάατ ακά, έτι σούρι ακά» και μέσα σε λίγα λεπτά η συντροφιά των πτήσεων είχε μαζευτεί.

«Κάποτε, δηλαδή τώρα, δηλαδή ποτέ, ζούσε ένας μεγαλόσωμος άντρας που ξεπερνούσε σε ύψος όλους τους υπόλοιπους. Στον τόπο του τον θεωρούσαν αρχηγό παρότι δεν ήταν. Το μεγαλειώδες του παράστημα απέπνεε σεβασμό και δέος. Ακόμα και ο αρχηγός της φυλής του φερόταν και του μίλαγε με ιδιαίτερο τρόπο. Αυτός ο μεγαλόσωμος άντρας λεγόταν Ίνουα και κανείς δεν τον γνώριζε πραγματικά. Ζούσε μοναχικά και απομονωμένα στις άκρες της φυλής. Κανείς δεν είχε μάθει το χνώτο του.

Όταν τον είχαν ρωτήσει, εκείνος τους είπε ότι έζησε σαν παιδί στο αφιλόξενο έδαφος της Λόας, που ήταν σκληρό και άκαρδο. Οι κάτοικοί της δεν αρέσκονταν να εκδηλώνονται συναισθηματικά, και οι σχέσεις ήταν πλήρως οριοθετημένες. Δούλευαν άψογα και τυπικά, υπεύθυνα και χλιαρά. Όπως ήταν και στις σχέσεις τους.

Εκεί ο Ίνουα ένιωθε μόνος ακόμα και μέσα στην οικογένειά του. Όταν λίγο ανδρώθηκε, παρότι παιδί ακόμα, έφυγε μακριά μόνος του, παίρνοντας δύο πραγματάκια μαζί του. Ένα πράγμα ήξερε σίγουρα, ότι την ζωή της Λόα δεν την ήθελε.

Περιπλανήθηκε μέχρι που βρήκε ένα μέρος που του φάνηκε φιλόξενο. Στο Ίσκ, οι άνθρωποι ήταν ανοιχτόκαρδοι και φιλόξενοι. Γρήγορα τον αγάπησαν, και τον ένιωθαν δικό τους. Ήταν διαχυτικοί και αυτό γλύκανε την καρδιά του. Ρούφηξε αγκαλιές και γέλια σαν το ξεραμένο χώμα. Το Ίσκ τον έθρεψε. Πήγε πεινασμένος και έφαγε. Του φάνηκε ότι βρήκε το σπίτι του. Και το αίσθημα έμεινε μέσα του καιρό.

Όμως, όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, μετά από λίγα χρόνια κάτι μέσα του άρχισε να έχει ανησυχία. Κάτι άρχισε να τον τρώει και θεώρησε ότι αυτό ήταν σημάδι ότι έπρεπε να γνωρίσει και άλλα μέρη. Έτσι χαιρέτισε τους φιλόξενους Ίσκ και πήρε τον δρόμο που τον έφερε σ’ ένα καινούργιο μέρος.

Εκεί οι κάτοικοι ήταν εργατικοί, σαν πολύβουο μελίσσι. Τους άρεσε να ξεκινούν από νωρίς την δουλειά και δούλευαν με πάθος και ζωντάνια. Είχαν στόχους και ήταν φιλόπονοι.  Ο Ίνουα αισθάνθηκε να φουντώνει μέσα του ο πόθος για δημιουργία. Μέσα σε λίγο διάστημα αποφάσισε ότι ο τόπος του ταίριαζε και έτσι έμεινε.

Ο Ίνουα ακολούθησε τους ρυθμούς και τους τρόπους του τόπου. Όπως είπε, άφησε τις νεανικές παρορμήσεις και στρώθηκε στην δουλειά. Έμαθε να ξεπερνά τις αντιστάσεις του για την δουλειά, έμαθε να υπακούει και να υπηρετεί τους στόχους και τις ανάγκες της δουλειάς του, έμαθε να είναι ικανός να εργάζεται ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του. Χρόνο με τον χρόνο, ο Ίνουα μεταμορφωνόταν σε πραγματικό ηγέτη.

Τα νιάτα του μαζί με το ψηλό του παράστημα φυσικά δεν περνούσαν απαρατήρητα. Πολλές κοπέλες τον γλυκοκοίταγαν και πρόθυμα θα γίνονταν ταίρι του.

Ο Ίνουα μετριόφρων δεν ήταν. Ήξερε την αξία του. Καταλάβαινε ότι είχε μια ηγετική λάμψη. Ήξερε ότι ασκεί μεγάλο μαγνητισμό, εύκολα. Ήξερε ότι δεν ήταν σαν τους άλλους.

Όπως είπε, εκεί στο Νερκ ήταν που γνώρισε την σύντροφο του. Την ερωτεύτηκε. Ήταν όλα όσα ήθελε. Όμορφη, έξυπνη, σπινθηροβόλα, φροντιστική. Μαζί έφτιαξαν το σπιτικό τους, και η ζωή του σε τίποτα δεν θύμιζε τις ρίζες του, την Λόα. Χαιρόταν που είχε καταφέρει να γλυτώσει από εκείνη την σκληρότητα και αδιαφορία. Το σπιτικό τους είχε ζεστασιά και θέρμη, και η ψυχή του Ίνουα ένιωσε ότι επιτέλους βρήκε την θέση της - και στην μικρή κοινωνία του και στο σπιτικό του.

Τότε, θ’ αναρωτιέστε, πώς βρέθηκε να είναι μόνος, μοναχικός και αποτραβηγμένος από την φυλή;

Όπως είπε ή δεν είπε, μέσα στην φουρτούνα της καθημερινής ζωής κάπου συνήθισε την καλοσυνάτη θέρμη, κάπου βολεύτηκε στην δοσμένη στοργή, κάπου, κάπως ή ποτέ, πήρε όλα όσα είχε και στην δουλειά και στο σπιτικό του σαν δεδομένα, σαν φυσικά και σίγουρα.

Ποτέ δεν διηγήθηκε τι έγινε και βρέθηκε μόνος. Κανείς στην φυλή δεν έμαθε τι έγινε με την δουλειά ή το σπιτικό του. Δεν μοιράστηκε την συνέχεια της ιστορίας του. Έτσι, άφησε ένα κενό χώρο για τον καθένα που θ’ άκουγε την ιστορία του να φανταστεί την δική του εκδοχή και να συμπληρώσει το κενό διάστημα με την δική του μικρή ενδιάμεση ιστορία.

Συμπληρώνοντας την ιστορία του, καθένας θα μπορούσε να συμπληρώσει το δικό του κενό στην προσωπική του ιστορία. Αυτό ήταν το δώρο του μεγαλόσωμου Ίνουα, η δική του ιστορία αφημένη κενή με σοφία για όλους όσους ακολουθούν.

Και εδώ τελειώνει η ιστορία του που έγινε, ή θα γίνει, ή δεν έγινε ποτέ.

*Είθε να βρεις το κέντρο μέσα σου, την ζωή μέσα σου, την αλήθεια μέσα σου

 

© 2019 Χαριτίνη Χριστάκου